- ἀκαυτηρίαστος
- ἀκαυτ-ηρίαστος, ον,A not branded, of horses, Str.5.1.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακαυτηρίαστος — η, ο (Α ἀκαυτηρίαστος, ον) [καυτηριάζω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει καυτηριαστεί «πληγή ακαυτηρίαστη» 2. μτφ. όποιος δεν έχει επικριθεί με αυστηρότητα, δεν έχει στηλιτευθεί αρχ. εκείνος που δεν έχει καυτηριαστεί, που δεν έχουν αποτυπωθεί στο… … Dictionary of Greek
ακαυτηρίαστος — η, ο 1. αυτός που δεν υποβλήθηκε σε καυτηρίαση: Δεν έπρεπε να μείνει η πληγή ακαυτηρίαστη. 2. αυτός που δεν επικρίθηκε αυστηρά: Η στάση του αυτή δεν έμεινε ακαυτηρίαστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκαυτηριάστων — ἀκαυτηρίαστος not branded masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)